- ραιγιονισμός
- ο, Νβλ. ρεγιονισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεγιονισμός — και ραιγιονισμός, ο, Ν (καλ. τεχν.) ρωσικό καλλιτεχνικό κίνημα που αντιπροσώπευε ένα από τα πρώτα βήματα για την ανάπτυξη τής αφηρημένης τέχνης στη Ρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rayonisme < rayon «ακτίνα φωτός, λάμψη, αίγλη» (< λατ. radius… … Dictionary of Greek